Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
communautaire [kɔmynotɛʀ] ΕΠΊΘ
1. communautaire ΠΟΛΙΤ (dans l'UE):
- communautaire budget, droit
-
- communautaire population
-
στο λεξικό PONS
communautaire [kɔmynotɛʀ] ΕΠΊΘ
1. communautaire (commun):
2. communautaire (de l'UE):
- communal living, life
-
communautaire [kɔmynotɛʀ] ΕΠΊΘ
1. communautaire (commun):
2. communautaire (de l'UE):
- communal living, life
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.