Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έπεσ-“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έπεσ-

έπεσ- s. πέφτω

Βλέπε και: πέφτω

πέ|φτω <-σα, -σμένος> [ˈpɛftɔ] VERB αμετάβ

3. πέφτω (ρίχνομαι):

sich stürzen auf +αιτ
sich auf etw αιτ stürzen

5. πέφτω (βρίσκω τυχαία):

stoßen auf +αιτ

6. πέφτω (καταρρέω):

8. πέφτω (τιμές, θερμοκρασία):

9. πέφτω (ενδιαφέρον, ενθουσιασμός):

10. πέφτω (άνεμος, θυμός):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский