Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επέχω <επέσχον> [ɛˈpɛxɔ] VERB μεταβ

επέχω θέση +γεν

Παραδειγματικές φράσεις με επέχω

επέχω θέση +γεν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский