Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ικετεύω και ικετευτικός

ικετ|εύω <-εψα> [icɛˈtɛvɔ] VERB μεταβ

ικετευτικ|ός <-ή, -ό> [icɛtɛftiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский