Ελληνικά » Γερμανικά

I . υπολογιστής (υπολογίστρια) [ipɔlɔjisˈtis, ipɔlɔˈjistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

υπολογί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ipɔlɔˈjizɔ] VERB μεταβ

1. υπολογίζω (λογαριάζω):

2. υπολογίζω (συμπεριλαμβάνω):

3. υπολογίζω (συγκαταλέγω):

4. υπολογίζω (λαβαίνω υπόψη):

5. υπολογίζω (δίνω σημασία):

6. υπολογίζω (βασίζομαι, υποθέτω):

υπολογιστικ|ός <-ή, -ό> [ipɔlɔjistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

υπολογισιμότητα [ipɔlɔjisiˈmɔtita] SUBST θηλ

υπολογίσιμ|ος <-η, -ο> [ipɔlɔˈjisimɔs] ΕΠΊΘ

1. υπολογίσιμος (που υπολογίζεται):

2. υπολογίσιμος μτφ (σημαντικός):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский