Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσωπικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσωπικ|ός <-ή, -ό> [prɔsɔpiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. προσωπικός (όχι δημόσιος):

προσωπικός

3. προσωπικός (του προσώπου):

προσωπικός
Gesichts-
Gesichtsnerv αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με προσωπικός

προσωπικός υπολογιστής
προσωπικός αριθμός αρσ αναγνώρισης (πιν)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский