Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „ist's“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά

(Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

ist [ɪst]

ist 3. pers ενικ ενεστ von sein

Βλέπε και: sein(e) , sein

I . sein <ist, war, gewesen> [zaɪn] VERB αμετάβ +sein

2. sein (existieren auch):

Παραδειγματικές φράσεις με ist's

es ist ein Jammer, dass οικ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Das Fazit der Programmzeitschrift lautet: „Realität geht anders, aber flott ist's schon“.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский