Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδύνατο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδύνατο(ν) [aˈðinatɔ(n)] SUBST ουδ

το αδύνατο
das Unmögliche ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αδύνατο

το αδύνατο
αδύνατο σημείο
ανθρωπίνως αδύνατο
στάθηκε αδύνατο να
μα είναι αδύνατο!
μου στάθηκε αδύνατο
wunder Punkt αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский