Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδυνατίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αδυνατί|ζω <-σα, -ισμένος> [aðinaˈtizɔ] VERB αμετάβ

1. αδυνατίζω (χάνω βάρος):

αδυνατίζω

2. αδυνατίζω (χάνω δύναμη):

αδυνατίζω

II . αδυνατί|ζω <-σα, -ισμένος> [aðinaˈtizɔ] VERB μεταβ (κάνω αδύναμο)

αδυνατίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский