Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδυνατώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδυνατ|ώ <-είς, -ησα> [aðinaˈtɔ] VERB αμετάβ

αδυνατώ να

Παραδειγματικές φράσεις με αδυνατώ

αδυνατώ να

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский