Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: nur , neu , nun , neun , Maul , Foul , Soul , Gaul , faul και null

faul [faʊl] ΕΠΊΘ

4. faul (Ausrede):

Gaul <-(e)s, Gäule> [gaʊl, pl: ˈgɔɪlə] SUBST αρσ μειωτ

Soul <-s> [sɔʊl] SUBST αρσ ενικ ΜΟΥΣ

σόουλ ουδ

Foul <-s, -s> [faʊl] SUBST ουδ ΑΘΛ

φάουλ ουδ

neun [nɔɪn] NUM

II . nun [nuːn] ΜΌΡ (also, eben)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский