Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χαλασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χαλασμέν|ος <-η, -ο> [xalazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. χαλασμένος (πράγμα):

χαλασμένος

2. χαλασμένος (τροφή):

χαλασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский