Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νέος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . νέ|ος <-α, -ο> [ˈnɛɔs] ΕΠΊΘ

1. νέος (μικρής ηλικίας):

νέος

2. νέος (καινούργιος):

νέος
neu

II . νέ|ος <-α, -ο> [ˈnɛɔs] SUBST αρσ/θηλ

νέος
junger Mann αρσ
νέος
junge Frau θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский