Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουλώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βουλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [vuˈlɔnɔ] VERB μεταβ

1. βουλώνω (σφραγίζω):

βουλώνω

2. βουλώνω (κλείνω με σφραγίδα):

βουλώνω

3. βουλώνω (τρύπα, σωλήνα):

βουλώνω

4. βουλώνω (κλείνω με μικρή τάπα):

βουλώνω

II . βουλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [vuˈlɔnɔ] VERB αμετάβ (φράζομαι αυτόματα: σωλήνας, νιπτήρας)

βουλώνω

Παραδειγματικές φράσεις με βουλώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский