Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βουλιά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [vuˈʎazɔ] VERB μεταβ (βυθίζω)

βουλιάζω

II . βουλιά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [vuˈʎazɔ] VERB αμετάβ

1. βουλιάζω (βυθίζομαι):

βουλιάζω

2. βουλιάζω (καταρρέω):

βουλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский