Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουλητικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βουλητικ|ός <-ή, -ό> [vulitiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. βουλητικός (σχετικός με τη βούληση):

βουλητικός
Willens-
Willenskraft θηλ
Willensakt αρσ

2. βουλητικός (άνθρωπος):

βουλητικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский