Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βούλιαγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βούλιαγμα [ˈvuʎaɣma] SUBST ουδ

1. βούλιαγμα (εχθρικού σκάφους: η πράξη):

βούλιαγμα
Versenken ουδ

2. βούλιαγμα (σκάφους: πάθημα):

βούλιαγμα
Versinken ουδ

3. βούλιαγμα (σε επιφάνεια):

βούλιαγμα
Vertiefung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский