Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βουλευτιλίκι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βουλευτιλίκι [vulɛftiˈlici] SUBST ουδ

1. βουλευτιλίκι (βουλευτικό αξίωμα):

βουλευτιλίκι

2. βουλευτιλίκι (βολευτική θητεία):

βουλευτιλίκι
Amtsperiode θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский