Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βούλωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βούλωμα [ˈvulɔma] SUBST ουδ

1. βούλωμα (η πράξη):

βούλωμα
Zustopfen ουδ

2. βούλωμα (το αντικείμενο):

βούλωμα
Stopfen αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский