Ελληνικά » Γερμανικά

εννιά

εννιά s. εννέα

Βλέπε και: εννέα

εννέα [ɛˈnɛa], εννιά [ɛˈɲa] NUM

εννέα [ɛˈnɛa], εννιά [ɛˈɲa] NUM

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский