Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: eures και picken

II . picken [ˈpɪkən] ΡΉΜΑ μεταβ

1. picken:

3. picken +haben o sein A οικ (kleben):

eures

eures → euer

Βλέπε και: euer , euer

euer1 [ˈɔɪɐ] ΑΝΤΩΝ pers,

euer γεν von ihr¹ απαρχ ποιητ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina