Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „schlechtgehen“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

schlecht|ge·hen ΡΉΜΑ αμετάβ ανώμ +sein

schlechtgehen → schlecht

Βλέπε και: schlecht

I . schlecht [ʃlɛçt] ΕΠΊΘ

7. schlecht κατηγορ (körperlich unwohl):

da kann einem ja schlecht werden! μτφ οικ

ιδιωτισμοί:

II . schlecht [ʃlɛçt] ΕΠΊΡΡ

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Erst ein Mann sorgt für die Sicherheit im Haus: „Da sei, wenn es dem Kind schlechtgehe, wenigstens ein Mann im Haus.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"schlechtgehen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文