Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: refleurir , réfléchir , infléchir , refléter , réflecteur και réfléchi

II . refleurir [ʀ(ə)flœʀiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

refleurir personne:

réfléchi [ʀefleʃi] ΟΥΣ αρσ ΓΡΑΜΜ

réflecteur [ʀeflɛktœʀ] ΟΥΣ αρσ

I . refléter [ʀ(ə)flete] ΡΉΜΑ μεταβ

2. refléter (réfléchir):

II . refléter [ʀ(ə)flete] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. refléter (se réfléchir):

2. refléter (transparaître):

I . infléchir [ɛ͂fleʃiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

2. infléchir (modifier la direction de):

II . infléchir [ɛ͂fleʃiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'infléchir

1. infléchir étagère:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina