Γαλλικά » Γερμανικά

réfléchissant(e) [ʀefleʃisɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

réfléchissant(e) surface
réfléchissant(e) surface
pouvoir réfléchissant

Παραδειγματικές φράσεις με réfléchissant

pouvoir réfléchissant

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "réfléchissant" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina