Γαλλικά » Γερμανικά

II . écouter [ekute] ΡΉΜΑ αμετάβ

ιδιωτισμοί:

III . écouter [ekute] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (s'observer avec complaisance)

écoute1 [ekut] ΟΥΣ θηλ

2. écoute (détection):

écoute2 [ekut] ΟΥΣ θηλ ΝΑΥΣ

Παραδειγματικές φράσεις με m'écoutes

tu m'écoutes, ou alors tu prends la porte

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina