I.lose <απλ παρελθ, μετ παρακειμ lost> [βρετ luːz, αμερικ luz] ΡΉΜΑ μεταβ
1. lose (mislay):
2. lose (be deprived of):
3. lose (miss, waste):
4. lose (be defeated in) (gen):
5. lose:
6. lose (shake off, get rid of):
- semer οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.