Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

suffixée στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για suffixée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

suffixé (suffixée) [syfikse] ΕΠΊΘ ΓΛΩΣΣ

suffix|al (suffixale) <αρσ πλ suffixaux> [syfiksal, o] ΕΠΊΘ

1. suffire (être très simple):

2. suffire (être suffisant):

suffisant (suffisante) [syfizɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ

suffixée στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για suffixée στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

I.suffire [syfiʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ

II.suffire [syfiʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ απρόσ ρήμα

III.suffire [syfiʀ] ανώμ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Βρετανικά Αγγλικά

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Le nom de chaque consonne est la consonne elle-même, suffixée par y (qui se prononce euh, comme le schwa) : by., cy., dy., fy., gy....
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski