Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

injuste’—‘en στο γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette

Μεταφράσεις για injuste’—‘en στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

injustifié (injustifiée) [ɛ̃ʒystifje] ΕΠΊΘ

2. juste (équitable):

juste ciel παρωχ!

3. juste (légitime):

righteous προσδιορ

2. juste (précisément):

Βλέπε και: sommeil

1. sommeil ΦΥΣΙΟΛ:

to wake [sb] up, to rouse sb τυπικ

1. ajuster (régler):

to alter (à to)
ajuster qc à ou sur qc κυριολ

injuste’—‘en στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για injuste’—‘en στο λεξικό Γαλλικά»Αγγλικά

II.ajuster [aʒyste] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

rajuster [ʀaʒyste] ΡΉΜΑ μεταβ (remettre en place)

injuste’—‘en Από το λεξιλόγιο «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων

Βρετανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski