στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
 I. truccato [trukˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
truccato → truccare
II. truccato [trukˈkato] ΕΠΊΘ
1. truccato occhi, viso:
I. truccare [trukˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
2. truccare attore, persona:
II. truccarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. truccarsi (con cosmetici):
 
 στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.