στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. sepolto [seˈpolto] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
sepolto → seppellire
II. sepolto [seˈpolto] ΕΠΊΘ
I. seppellire [seppelˈlire] ΡΉΜΑ μεταβ
1. seppellire (mettere sotto terra):
2. seppellire (nascondere sotto terra):
- seppellire tesoro
-
3. seppellire (ricoprire) lava, valanga, frana:
- seppellire città
-
II. seppellirsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.