στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
modifica <πλ modifiche> [moˈdifika, ke] ΟΥΣ θηλ
- modifica
-
- modifica
-
- modifica
-
- modifica
-
-
- modifica θηλ
-
- modifica θηλ (of di)
-
- modifica θηλ (to di)
- alteration (to will, law)
- modifica θηλ (to di, a; in in)
-
- modifica θηλ
-
- modifica θηλ
στο λεξικό PONS
modifica <-che> [mo·ˈdi:·fi·ka] ΟΥΣ θηλ
1. modifica (cambiamento):
- modifica
-
2. modifica (miglioramento):
- modifica
-
- modifica Η/Υ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- modifica Η/Υ