στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. leccato [lekˈkato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
leccato → leccare
II. leccato [lekˈkato] ΕΠΊΘ
1. leccato (con la lingua):
- leccato
-
2. leccato (affettato) μτφ:
- leccato traduzione
-
I. leccare [lekˈkare] ΡΉΜΑ μεταβ
1. leccare (con la lingua):
II. leccarsi ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
III. leccare [lekˈkare]
στο λεξικό PONS
leccato (-a) [lek·ˈka:·to] ΕΠΊΘ μτφ
- leccato (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.