στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
governativo [ɡovernaˈtivo] ΕΠΊΘ
1. governativo (del governo):
2. governativo (favorevole al governo):
- governativo giornale
-
3. governativo (statale) αρχαϊκ:
στο λεξικό PONS
governativo (-a) [go·ver·na·ˈti:·vo] ΕΠΊΘ (del governo: associazione, decreto, provvedimento)
- governativo (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.