στο λεξικό PONS
Bei·leids·be·zeu·gung ΟΥΣ θηλ
Beileidsbezeugung → Beileidsbekundung
Bei·leids·be·kun·dung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Über·zeu·gungs·tä·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Er·zeu·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Erzeugung kein πλ ΧΗΜ, ΗΛΕΚ, ΦΥΣ:
2. Erzeugung (Produktion):
Über·zeu·gung <-, -en> [y:bɐˈtsɔygʊŋ] ΟΥΣ θηλ
1. Überzeugung (Meinung):
2. Überzeugung ΝΟΜ (das Überzeugen):
Zeu·gungs·un·fä·hig·keit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ τυπικ
Er·zeu·gungs·quo·te <-, -n> ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Holz·er·zeu·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Ener·gie·er·zeu·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Unmutsbezeugung ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Vorbeugung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Verkehrserzeugung
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.