στο λεξικό PONS
I. frei·wil·lig [ˈfraivɪlɪç] ΕΠΊΘ
II. frei·wil·lig [ˈfraivɪlɪç] ΕΠΊΡΡ
Ver·si·che·rung2 <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Versicherung (Beteuerung):
2. Versicherung ΝΟΜ (Erklärung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
freiwillige Versicherung phrase ΑΣΦΆΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Freiverkehrsmarkt
- Freiverkehrswert
- freiweg
- Freiwild
- freiwillig
- freiwillige Versicherung
- Freiwilligkeit
- Freiwurf
- Freizeichen
- Freizeichnung
- Freizeichnungsklausel