I. be·reit·wil·lig ΕΠΊΘ
1. bereitwillig (gerne helfend):
2. bereitwillig (gerne gemacht):
- eine bereitwillige Auskunft/ein bereitwilliges Angebot
-
II. be·reit·wil·lig ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- eine bereitwillige Auskunft/ein bereitwilliges Angebot