στο λεξικό PONS
Ent·span·nung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Entspannung (innerliche Ruhe):
- detente τυπικ
- Entspannung θηλ <-, -en>
- easing of political tension
- Entspannung θηλ <-, -en>
-
- isometrische Übungen/Entspannung
-
- Entspannung θηλ <-, -en>
-
- Entspannung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.