στο λεξικό PONS
Über·zeu·gungs·tä·ter(in) <-s, -; -, -nen> ΟΥΣ αρσ(θηλ) ΝΟΜ
Gas·er·zeu·gung ΟΥΣ θηλ
Er·zeu·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Erzeugung kein πλ ΧΗΜ, ΗΛΕΚ, ΦΥΣ:
2. Erzeugung (Produktion):
Über·zeu·gung <-, -en> [y:bɐˈtsɔygʊŋ] ΟΥΣ θηλ
1. Überzeugung (Meinung):
2. Überzeugung ΝΟΜ (das Überzeugen):
Strom·er·zeu·gung <-> ΟΥΣ θηλ
Über·zeu·gungs·ar·beit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Über·zeu·gungs·kraft <-, -kräfte> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Ei·gen·er·zeu·gung <-, -en> ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ
Ener·gie·er·zeu·gung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Er·zeu·gungs·de·fi·zit <-s, -e> ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Verkehrserzeugung
verkehrserzeugend ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.