Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
prompt (prompte) [pʀɔ̃, pʀɔ̃t] ΕΠΊΘ
- prompt (prompte) action, réaction, intervention
- prompt
- prompt (prompte) geste, coup d'œil
-
- prompt (prompte) repartie, esprit
-
- prompt (prompte) retournement, départ
-
στο λεξικό PONS
prompt(e) [pʀɔ̃(pt), pʀɔ̃(p)t] ΕΠΊΘ
1. prompt antéposé (rapide):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.