prompt(e) [pʀɔ͂(pt), pʀɔ͂(p)t] ΕΠΊΘ
1. prompt πρόθεμα (rapide):
- prompt(e) rétablissement
-
- prompt(e) décision
- prompt
- prompt(e) décision
-
- prompt(e) changement, départ
-
- prompt(e) réaction
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.