Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. couvrant (couvrante) [kuvʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
1. ouvrage (travail):
2. ouvrage:
3. ouvrage (de couture, tricot):
III. ouvrage [uvʀaʒ]
enivrant (enivrante) [ɑ̃nivʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ (tous contextes)
- enivrant (enivrante)
-
givrant [ʒivʀɑ̃] ΕΠΊΘ αρσ
στο λεξικό PONS
enivrant(e) [ɑ̃nivʀɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
enivrant(e) [ɑ͂nivʀɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
I. ouvrage [uvʀaʒ] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.