Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
insécurité [ɛ̃sekyʀite] ΟΥΣ θηλ
-
- insecurity uncountable
sécurité [sekyʀite] ΟΥΣ θηλ
sécuritaire [sekyʀitɛʀ] ΕΠΊΘ
sécuritaire idéologie, discours:
-
- security προσδιορ
στο λεξικό PONS
insécurité [ɛ̃sekyʀite] ΟΥΣ θηλ
1. insécurité (sentiment, risque):
2. insécurité (danger pour le public):
sécurité [sekyʀite] ΟΥΣ θηλ
1. sécurité:
3. sécurité ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
insécurité [ɛ͂sekyʀite] ΟΥΣ θηλ
sécurité [sekyʀite] ΟΥΣ θηλ
1. sécurité:
3. sécurité ΠΟΛΙΤ, ΟΙΚΟΝ:
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
soupape de sécurité pour le compresseur
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.