στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. van1 [βρετ van, αμερικ væn] ΟΥΣ
1. van ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
II. van1 <forma in -ing vanning, παρελθ, μετ παρακειμ vanned> [βρετ van, αμερικ væn] ΡΉΜΑ μεταβ
van goods:
van2 [βρετ van, αμερικ væn] ΟΥΣ
vanguard [βρετ ˈvanɡɑːd, αμερικ ˈvænˌɡɑrd] ΟΥΣ ΣΤΡΑΤ
I. van3 [βρετ van, αμερικ væn] ΟΥΣ
security [βρετ sɪˈkjʊərɪti, sɪˈkjɔːrɪti, αμερικ səˈkjʊrədi] ΟΥΣ
1. security (safe state or feeling):
2. security (measures):
4. security (guarantee):
στο λεξικό PONS
van2 [væn] ΟΥΣ οικ
van συντομογραφία: vanguard
-  
-  avanguardia θηλ
vanguard [ˈvæn·gɑ:rd] ΟΥΣ
-  
-  avanguardia θηλ
security <-ies> [sɪ·ˈkjʊ·rə·ti] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
