στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. killer [βρετ ˈkɪlə, αμερικ ˈkɪlər] ΟΥΣ
1. killer (illness, poison):
II. killer [βρετ ˈkɪlə, αμερικ ˈkɪlər] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
killer [ˈkɪ·lɚ] ΟΥΣ
1. killer (sb who kills):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- hulk
- hulking
- hull
- hullabaloo
- hullo
- humane killer
- humanely
- humaneness
- human engineering
- human error
- humane society