στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. hopeful [βρετ ˈhəʊpfʊl, ˈhəʊpf(ə)l, αμερικ ˈhoʊpfəl] ΕΠΊΘ
1. hopeful (filled with hope):
- hopeful person, expression, attitude, mood
-
2. hopeful (encouraging):
- hopeful letter, news, result, sign, situation
-
- hopeful development, period
-
-
- hopeful
-
- hopeful
-
- hopeful
στο λεξικό PONS
- speranzoso (-a)
- hopeful
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.