στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
hopelessly [βρετ ˈhəʊpləsli, αμερικ ˈhoʊpləsli] ΕΠΊΡΡ
1. hopelessly (irretrievably):
- hopelessly drunk, inadequate, lost, out of date
-
- hopelessly in love
-
- hopelessly confused
-
- to be hopelessly extravagant
-
2. hopelessly (despairingly):
- hopelessly speak, weep, look at
-
στο λεξικό PONS
hopelessly ΕΠΊΡΡ
1. hopelessly (without hope):
- hopelessly
-
2. hopelessly (totally, completely):
- hopelessly lost
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- hopelessly lost
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- hooves
- hop
- hop about
- hop around
- hope
- hopelessly
- hopelessness
- hop field
- hop-flavoured
- hophead
- hop in