στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. spendaccione [spendatˈtʃone] ΕΠΊΘ
II. spendaccione (spendacciona) [spendatˈtʃone] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- spendaccione (spendacciona)
-
-
- spendaccione
- spendthrift person
- spendaccione, scialacquatore
-
- spendaccione
-
- spendaccione, scialacquatore
στο λεξικό PONS
spendaccione (-a) [spen·dat·ˈtʃo:·ne] ΟΥΣ αρσ (θηλ) μειωτ
- spendaccione (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.