Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. hopeful [βρετ ˈhəʊpfʊl, ˈhəʊpf(ə)l, αμερικ ˈhoʊpfəl] ΟΥΣ (person)
II. hopeful [βρετ ˈhəʊpfʊl, ˈhəʊpf(ə)l, αμερικ ˈhoʊpfəl] ΕΠΊΘ
1. hopeful (filled with hope):
- hopeful attitude, mood, period
-
2. hopeful (encouraging):
- hopeful letter, news, result, sign, situation
-
- hopeful development, period
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.