Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
 I. optimiste [ɔptimist] ΕΠΊΘ
-  optimiste
 -  optimistic (sur about)
 
II. optimiste [ɔptimist] ΟΥΣ αρσ θηλ
-  optimiste
 -  
 
-  exagérément optimiste, bruyant
 -  
 
 
 -  
 -  optimiste αρσ θηλ
 
-  
 -  exagérément optimiste
 
-  
 -  optimiste
 
-  
 -  optimiste (about quant à)
 
-  
 -  exagérément/raisonnablement optimiste
 
-  sanguine person, remark
 -  optimiste (about au sujet de)
 
-  
 -  franchement optimiste
 
στο λεξικό PONS
 
 I. optimiste [ɔptimist] ΕΠΊΘ
-  optimiste
 -  
 
II. optimiste [ɔptimist] ΟΥΣ αρσ θηλ
-  optimiste
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.