Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. optique [ɔptik] ΟΥΣ θηλ
1. optique (étude, industrie):
- optique
- optics + ρήμα ενικ
2. optique (point de vue):
- optique
-
3. optique (partie d'instrument):
- optique
-
στο λεξικό PONS
II. optique [ɔptik] ΟΥΣ θηλ
1. optique (science, lentille):
- optique
- optics + ρήμα ενικ
2. optique (point de vue):
- optique
-
II. optique [ɔptik] ΟΥΣ θηλ
1. optique (science, lentille):
- optique
- optics + ρήμα ενικ
2. optique (point de vue):
- optique
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.